- καυκαλιά
- η [καύκαλο]καρβέλι ψωμί κομμένο σε δύο κομμάτια και ξεραμένο στον φούρνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυκαλίας — καυκαλίᾱς , καυκαλίας bird masc acc pl καυκαλίᾱς , καυκαλίας bird masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυκαλιάζω — [καυκαλιά] 1. ψήνω ψωμί στον φούρνο 2. (για ψωμί) ξεραίνομαι από το ψήσιμο («καυκάλιασε το ψωμί») … Dictionary of Greek
καυκάλα — η [καύκαλο] η καυκαλιά* … Dictionary of Greek